- τέμνομαι
- τέμνωcutpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τέμνομαι — βλ. πίν. 2 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εναποτέμνομαι — ἐναποτέμνομαι (Α) τέμνομαι, κόπτομαι, αποκόπτομαι, έχω φυσική τομή … Dictionary of Greek
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek
διασταυρώνω — διασταύρωσα, διασταυρώθηκα, διασταυρωμένος 1. τοποθετώ σταυρωτά: Στην ξιφομαχία, οι αντίπαλοι διασταυρώνουν τα ξίφη τους. 2. το παθ., διασταυρώνομαι τέμνομαι, συναντιέμαι σε ορθή γωνία: Σταυροδρόμια ονομάζονται τα σημεία όπου διασταυρώνονται οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)